- ἐπιτήδευσα
- ἐπιτηδεύωpursueaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτηδεύω — επιτήδευσα, επιτηδεύτηκα, επιτηδευμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι με πολλή λεπτολογία: Επιτηδεύει την ομιλία του. 2. συνήθ. το μέσ., επιτηδεύομαι, α. ασχολούμαι σε κάτι με ικανότητα και επιδεξιότητα, είμαι επιτήδειος, είμαι ειδικός σε κάτι: Επιτηδεύεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτηδεύσας — ἐπιτηδεύσᾱς , ἐπιτηδεύω pursue aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύσασα — ἐπιτηδεύσᾱσα , ἐπιτηδεύω pursue aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύσασι — ἐπιτηδεύσᾱσι , ἐπιτηδεύω pursue aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)